ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΠΟ ΕΜΕΝΑΝΕ, Σ’ΕΜΕΝΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ, ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΑΛΗΤΗΡΙΟ .

UPDATE (16/10/10): Tο παρόν post διατηρείται μόνο για ιστορικούς λόγους. Το έκοψα με …more, γιατί με ενοχλούσε αισθητικά.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Εμοστατικό Vs Σαπίλα

21 Δεκεμβρίου, 2007

-Και δε μου λες ρε Νώντα, από τί χαρακτηρίζονται οι κοινωνίες σαν συντηρητικές, προοδευτικές, ανοιχτές, κλειστές, κλπ;

-Νομίζω από τις κυρίαρχες λογικές τους, αφεντικό.

-Και ποιός εκφράζει τις κυρίαρχες λογικές σε μια κοινωνία;

-Η εξουσία, αφεντικό;

-Και ποιά είναι η εξουσία σε μια κοινωνία ρε Νώντα; Όχι ποιά εμφανίζεται σαν εξουσιαστική αρχή… Πού βρίσκεται η πραγματική δύναμη μιας κοινωνίας;

-Ξέρω γω, στην πλειοψηφία των ενήλικων μελών της; Στα παραγωγικά της μέλη, θα’λεγα…

-Ωραία, στους «ώριμους» δηλαδή. Σ’αυτούς που μπορούν να παίρνουν «σωστές» αποφάσεις για τον εαυτό τους, τα παιδιά τους και την κοινωνία.

-Ναι, μάλλον, για να το λες…

-Και τι είναι η αντι-κοινωνική συμπεριφορά κατά τη γνώμη σου; Αν κοινωνική συμπεριφορά είναι η συστράτευση ή η σύμπνοια με την κυρίαρχη λογική, τότε κάθε άλλη συμπεριφορά δεν θα είναι αντι-κοινωνική;

-Λογικό μου ακούγεται, αφεντικό.

-Και αφού η κυρίαρχη λογική είναι η πρακτική των «ώριμων» μελών, πώς θα ξεχωρίζουν τα «ώριμα» μέλη από τα «όψιμα» που οδεύουν προς τη δική τους «ωριμότητα»;

-Από την αντι-κοινωνική τους έκφραση, αφεντικό;

-Εσύ τι λες, ρε Νώντα;

-Δηλαδή αφεντικό, μου λες ότι, αν σε μια κοινωνία δεν υπήρχε κυρίαρχη λογική, τότε δεν θα υπήρχε και χώρος για αντι-κοινωνικές συμπεριφορές; Και τότε, αφού το μέτρο για να χαρακτηρίσουμε μια κοινωνία σαν συντηρητική, προοδευτική, ανοιχτή, κλειστή, κλπ, είναι το πώς αυτή αντιδρά στις αντι-κοινωνικές συμπεριφορές, τότε πώς θα την αξιολογούσαμε αν δεν υπήρχαν αντι-κοινωνικά φαινόμενα;

-Όταν σε μια κοινωνία δεν υπάρχει αντι-κοινωνική έκφραση ή συμπεριφορά, τότε απλά η κοινωνία είναι «ολοκληρωτική» και «ώριμη». Και στη φύση αυτό που ακολουθεί την ωρίμανση, είναι η σαπίλα.

-Σα να βρωμάει λίγο εδώ μέσα αφεντικό, λέω ν’ανοίξω κανα παράθυρο… Τουλάχιστον ένα…

-Δίκιο έχεις, ρε Νώντα… σαπίσαμε με την κουβέντα… έχουμε και δουλειές να κάνουμε, γιορτές έρχονται…

-Λες να χιονίσει, αφεντικό;

-Άμα κάνει λιακάδα κλείνουμε το παράθυρο και βάζουμε κανένα κανάλι με χιόνια στην τηλεόραση…

-Καλά λες αφεντικό, έκλεισα ήδη. Για βάλε…

*πρωτοαναρτήθηκε στο sTRASH-ολόγιον, (το κοινό μας blog με τον Iasoon Tartarougas), αλλά νομίζω πως ταιριάζει κι εδώ.

Οι αποφάσεις του Κράτους, συχνά επικρίνονται από τους ίδιους τους υπηκόους του, ότι εξυπηρετούν τις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων εξουσίας. Αν αυτό αληθεύει, ας δούμε τι θα μπορούσε ακριβώς να σημαίνει.

Τα δύο “μεγάλα” κόμματα συγκεντρώνουν πάνω από το 80% των ψήφων. Αν η πλειοψηφία αυτών των εκλογέων σκέφτεται και δρα ιδιοτελώς, δηλαδή προς ίδιον όφελος, αυτόματα έχουμε δύο συμπεράσματα φαινομενικά αντικρουόμενα. Το πρώτο είναι ότι η κυβέρνηση, δηλαδή ο κρατικός μηχανισμός, δηλαδή το Κράτος, δεν μπορεί να προωθήσει (ακόμα κι αν το θέλει) τα συμφέροντα του συνόλου, αφού είναι καταδικασμένο να ικανοποιεί τις πελατειακές του σχέσεις που αφορούν μεμονωμένα και συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα (άρα όχι του συνόλου) και το δεύτερο ότι το Κράτος επαγωγικά, εφόσον υποκύπτει στις πελατειακές του πιέσεις και απαιτήσεις, λαμβάνει αποφάσεις προς όφελος των ψηφοφόρων του, δηλαδή είναι άκρως δημοκρατικό, κατά μία έννοια. Πως γίνεται όμως το Κράτος να είναι δημοκρατικό, όταν ταυτόχρονα η λαϊκή πλειοψηφία το αφορίζει και το θεωρεί υπεύθυνο για τα δεινά της; Ή αντίστροφα, πως μπορεί η πλειοψηφία των πολιτών να θεωρεί ότι ζει σε ένα κράτος αδίκου, όταν οι κυβερνήσεις υποχωρούν στις λαϊκές αντιδράσεις και δρώντας υπό την απειλή του πολιτικού κόστους ικανοποιούν ένα τουλάχιστον μέρος των προσδοκιών τους; Πόσο υπεύθυνο μπορεί να είναι το Κράτος, όταν εμφανίζεται στη συνείδηση των πολιτών του σαν απρόσωπος και άυλος μηχανισμός, που υποκύπτει στις συχνά άδικες, απαιτήσεις των ανώνυμων υποστηρικτών του; Πόσο ανεύθυνοι είναι οι πολίτες όταν υποστηρίζουν (με την ανώνυμη και μυστική ψήφο τους και την καθημερινή πρακτική και συμπεριφορά τους) έναν ανώνυμο κρατικό μηχανισμό που κατά την κρίση τους, νομιμοποιεί την αδικία;

Με βάση τη θεωρία της λεπίδας του Όκαμ* (Occam), θα πρέπει να δεχθούμε ότι η απάντηση θα πρέπει να είναι τόσο απλή, όσο απλοϊκά είναι και τα παραπάνω ερωτήματα. Για χάρη της “συζήτησης”, ας υποθέσουμε ότι ανήκω σε μία κοινότητα φασιστών. Ο καθένας από τα μέλη της κοινότητάς μας επιθυμεί την επικράτηση και επιβολή των δικών του «ανώτερων» απόψεων, έναντι των υπολοίπων. Επειδή δε, δεν μας αρέσει η συναισθηματική και ιστορική φόρτιση του όρου “φασίστας”, αποφασίζουμε να λεγόμαστε “δημοκράτες” (άλλωστε ο αυτοπροσδιορισμός και το πως θα αυτο-αποκαλούμαστε είναι αυτονόητο δικαίωμά μας) και για να “αποδείξουμε” του λόγου το αληθές, εκλέγουμε με όλες τις τυπικές διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τους εκπροσώπους μας. Σαν γνήσιοι φασίστες που είμαστε όμως (χάρη του παραδείγματος), ξέρουμε ότι κατά βάθος δεν παραχωρούμε καμία εξουσία και κανένα μας δικαίωμα στον οποιοδήποτε εκπρόσωπο. Κατά συνέπεια, είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας (αν όχι και υποχρέωση στο όνομα των αρχών μας) η έμπρακτη κατάργηση της οποιασδήποτε απόφασης θεωρούμε ότι θίγει ή δεν προωθεί το προσωπικό μας συμφέρον, μέσω ανυπακοής, μη συμμόρφωσης ή χρήσης κάθε είδους πίεσης και “μέσου”. Παράλληλα, χρησιμοποιούμε όλους τους δυνατούς “δημοκρατικούς” θεσμούς, όταν το προσωπικό μας συμφέρον είναι νομικά κατοχυρωμένο. Αν προσθέσουμε στην εικόνα, το ότι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί μας, που προέρχονται από εμάς και λειτουργούν κάτω από την δική μας πίεση και ανοχή, σκέφτονται και δρουν με τον ίδιο με μας τρόπο, τότε έχουμε μια τέλεια “φασιστική” κοινωνία με “δημοκρατικό” ένδυμα, δηλαδή αυτό που αποτελούσαμε εξ αρχής. Είμαστε μια φασιστική κοινωνία φασιστών που λειτουργεί φασιστικά, αυτοαποκαλούμενη και αυτοπροσδιοριζόμενη σαν “δημοκρατία”.

Αλλά αν δημοκρατία (είτε άμεση είτε έμμεση) είναι η λαϊκή διακυβέρνηση, δηλαδή η θεσμοθετημένη επικράτηση των αντιλήψεων των πολιτών, τότε η φασιστική διακυβέρνηση των φασιστών πολιτών, δεν είναι και πραγματική δημοκρατία; Και αν ο παραπάνω συλλογισμός είναι ορθός, και αν δεχόμαστε ότι η επιβολή των απόψεων ενός ανθρώπου στους άλλους είναι ένα έμφυτο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, τότε υπάρχει ποτέ η ελάχιστη έστω, πιθανότητα για μία κοινωνία να στηρίξει και να εφαρμόσει ένα οποιοδήποτε “δημοκρατικό” σύστημα οργάνωσής της, έξω από τη λογική και τις αντιλήψεις της;
Μήπως όλα τα δοκιμασμένα ως τώρα “ιστορικά” μοντέλα κοινωνικής οργάνωσης, καταλήγουν “απολυταρχικά” στην πράξη, γιατί οι πολίτες αυτών των κοινωνιών είναι κατά βάθος απολυταρχικοί και το μόνο στο οποίο συγκλίνουν και συμφωνούν είναι η αναγκαιότητα της επιβολής της όποιας άποψης, έναντι των άλλων; Και μήπως, σαν αδικία ορίζουν την μη επικράτηση/επιβολή της δικής τους άποψης; (δική#μη δική=άδικη, δίκιο=δικό)
Μήπως οι αμοιβαίες υποχωρήσεις που απαιτούνται για την επαναδιαμόρφωση της γνώμης (όχι της “κοινής”, αλλά της προσωπικής), που είναι η βασική αρχή της δημοκρατίας, είναι ανέφικτη ακριβώς γιατί η αμοιβή που δίνεται για την όποια υποχώρηση θα κρίνεται πάντα σαν ελλειμματική και μη συμφέρουσα;
Για το Κράτος, οι φόροι που εισπράττει είναι μικρότεροι των υπηρεσιών που προσφέρει και για τους πολίτες η ανταπόδοση των φόρων που πληρώνουν είναι αμελητέα.
Για τους δημόσιους υπαλλήλους και λειτουργούς η αμοιβή τους υπολείπεται του έργου τους και για το Κράτος και τους φορολογούμενους, είναι η εργασία των δημοσίων υπαλλήλων εκείνη που υστερεί της όποιας αμοιβής τους.
Είναι για όλους μας, εντελώς κοινή η παραδοχή ότι η προσωπική προσφορά του καθένα μας είναι πολύ μεγαλύτερη έναντι όλων των άλλων. Η αδικία γίνεται πάντα εις βάρος μας, ποτέ εις βάρος των άλλων. Ο καθένας από εμάς είναι ο μόνιμα αδικημένος. Είτε είμαστε εργάτες, είτε βιομήχανοι, είτε πρόσκαιρα ευνοημένοι, είτε πρόσκαιρα κερδισμένοι στο οποιοδήποτε χρηματιστήριο των οποιωνδήποτε αξιών.
Πως μπορεί ποτέ μια κοινωνία ανθρώπων που νιώθουν μονίμως αδικημένοι στην κάθε τους συναλλαγή, να είναι δίκαιη;

Σύμφωνα με την κοσμολογική αρχή, το σύμπαν είναι ισότροπο και ομοιογενές, δηλαδή για έναν σχετικά ακίνητο παρατηρητή, παρουσιάζει τα ίδια φυσικά χαρακτηριστικά προς όλες τις κατευθύνσεις και διέπεται από τους ίδιους φυσικούς νόμους σε όλη του την έκταση.
Αν η παραπάνω αρχή είναι αληθής (και μου επιτρέπεται η γενίκευσή της), τότε η κοινωνική συμπεριφορά μας είναι αποκύημα της ίδιας μας της φύσης και η λειτουργία της όποιας δημοκρατίας μας, είναι άλλη μια απόδειξη των φυσικών νόμων του σύμπαντος, πολύ απλά γιατί όπου κι αν βρεθούμε, το υποκείμενο και το αντικείμενο της παρατήρησής μας είναι πάντα το ίδιο, εμείς.
Αν είναι ψευδής, τότε η δική μας εξαίρεση, υπό το ένδυμα του “θαύματος”, είναι αναγκαία και ικανή για να επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Πως θα μπορούσε ποτέ ένα “ανώτερο” σύμπαν, παρατηρούμενο από οποιαδήποτε θέση και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, να μην είναι “θαυμαστό”; Η όποια “κοσμολογική αρχή”, απ’τη στιγμή που προϋποθέτει ανθρώπινη παρατήρηση και διατύπωση, είναι καταδικασμένη να καταλήγει σε “ανθρωπική αρχή”**, τουλάχιστον ασθενή.
Η άποψη που διαμορφώνουμε για την οργάνωση και το μέλλον της κοινωνίας μας είναι τέτοια, γιατί την αποτελούμε, την οργανώνουμε και την αξιολογούμε εμείς οι ίδιοι ισότροποι και ομοιογενείς άνθρωποι, σε όλη την έκταση του εαυτού και της ζωής μας.

*Θεωρία της λεπίδας του Όκαμ: Αρχή που διατυπώθηκε από τον Φραγκισκανό μοναχό William του Occam, που έζησε τον 14ο αιώνα και εργάστηκε σε θέματα μαθηματικής λογικής. Στην απλούστερη διατύπωσή της εκφράζεται ως εξής: “Κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες”.

**Ανθρωπική αρχή, (ασθενής): Το Σύμπαν είναι όπως είναι γιατί αν ήταν αλλιώς δεν θα υπήρχαμε εμείς να το παρατηρήσουμε.
Ανθρωπική αρχή (ισχυρή): Το Σύμπαν είναι όπως είναι γιατί υπάρχουμε εμείς.

“Γέρε χρόνε φύγε τώρα… ήρθε ο νέος… με τραγούδια και χαρά. Καλή χρονιά…”.
Οι όποιες αλλαγές στη ζωή μας, προσλαμβάνονται ως τέτοιες στη “συνείδησή” μας, όταν πληρούν το εξής χαρακτηριστικό: κάποιος/κάτι φεύγει, κάποιος/κάτι έρχεται. Με αυτό τον ορισμό, οι όποιες ιδιότητες των δύο πλευρών δεν έχουν (για τη “συνείδησή” μας) ιδιαίτερη αξία, το κρίσιμο στοιχείο είναι το πήγαινε-έλα, το φεύγει-έρχεται. Επίσης, προκειμένου να επαληθεύεται το νόημα που αποδίδουμε αυθαίρετα στην μονόδρομη κατεύθυνση του χρόνου, οι ελπίδες μας για μια καλύτερη ζωή προπορεύονται συνεχώς στο μέλλον, καλλιεργώντας μας την ψευδαίσθηση ότι ίσως αυτή τη φορά, η εκπλήρωσή τους εμπεριέχεται σ’αυτό που έρχεται, αφού ως συνήθως, δεν εκπληρώθηκαν σ’αυτό που φεύγει. Οποία απάτη;

Επιπλέον, την ώρα της αλλαγής της σκυτάλης, οι δύο πλευρές συνήθως δεν βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο, κοιτάζουν και οι δύο στο κενό που απλώνεται μπροστά τους. Αν και η σκυτάλη δεν νιώθει ποτέ βολικά με το άγνωστο μελλούμενο, γι’αυτό και τοποθετεί εκεί τις ελπίδες της, αυτό σε συμβολικό επίπεδο, λειτουργεί θετικά υπέρ της απλά και μόνο επειδή η ίδια είναι επικεντρωμένη μόνο στην κατεύθυνση που θεωρεί δεδομένη. Αν οι δύο πλευρές κοιταχθούν ή (ακόμη χειρότερα) κάτσουν και λίγο να το κουβεντιάσουν δίνοντας και στην ίδια το λόγο, η σκυτάλη σαστίζει υπό το φόβο ότι μπορεί να ανατραπεί η φορά της κίνησής της, εφόσον οι ελπίδες που κυνηγάει δεν μπορεί να βρίσκονται πίσω Βέβαια, μονίμως ξεχνάμε ότι οι ελπίδες είναι μονάχα μιά δική μας εφεύρεση για να νικήσουμε ακριβώς αυτό το φόβο, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από προϊόν της βεβαιότητας ότι χτίζουμε πάνω σε στέρεα δεδομένες βάσεις. Αν μπορούσαμε έστω για μια φορά, να επανεξετάσουμε με θάρρος αυτή μας τη βεβαιότητα, ίσως να βρίσκαμε τις ελπίδες περιττές.

Με αυτά στο μυαλό μας, ακροβατούμε βαδίζοντας πάνω σ’ένα τεντωμένο σκοινί από ευχές, πετώντας (επιδέξια ζογκλερικά) το φόβο και την ελπίδα από το ένα μας χέρι στο άλλο. Αλληθωρίζουμε κοιτώντας μονάχα αυτά τα δύο ταυτόχρονα και δεν μπορούμε να δούμε πως το σκοινί εδράζεται στο πάτωμα που είναι το πτώμα μας. Σε κάθε αλλαγή βήματος, ανάβουμε κεράκια τάχαμου για ατμόσφαιρα, ενώ στην ουσία καλύπτουμε με την άλω του τη βρώμα μας. Ανοίγουμε σαμπάνιες και τζογάρουμε μεθυσμένοι από την υπερπροσπάθεια να φαινόμαστε νηφάλιοι. Εντυπωσιακό, δεν είναι;

Ζούμε για την εντύπωση κι ίσως αυτό να είναι το “κρυφό μας καμάρι” που εγώ επιμένω να βαράω σαν “τούμπανο”. Αλλά για πείτε μου, πόση εντύπωση μπορούμε να κάνουμε στον τσαλαπατημένο (από εμάς τους ίδιους και μόνο) εαυτό μας, όταν προσποιούμαστε ότι σκεπτόμαστε ειλικρινά και δρούμε ρεαλιστικά για το καλό μας (προσωπικό και συλλογικό); Συζητώντας για το περιβόητο άρθρο 16 και το Σύνταγμα, πόσοι υπερασπιζόμαστε με τη ζωή μας την συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα (όχι τη δική μας, αλλά των άλλων), όταν βάζουμε λυτούς και δεμένους για μια θεσούλα στο δημόσιο, ή για ευνοϊκή μετάθεση του στρατευμένου κανακάρη μας; Πόσοι υπερασπιζόμαστε (ή έστω συνυπογράφουμε) το “όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της”, όταν το εκπαιδευτικό σύστημα (με εμάς -γονείς και μαθητές- ακόμα πιό τυφλούς οπαδούς του) λειτουργεί σαν “κοσκίνισμα” της κοινωνικής και επαγγελματικής κινητικότητας; Πως ερμηνεύουμε και συμβιβάζουμε στη λογική και την πρακτική μας, το “διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες” με την “ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής τους συνείδησης”, που ορίζονται (μαζί με την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή, όλων των Ελλήνων) σαν σκοποί της παιδείας;

“Η τέχνη, και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες, η ανάπτυξη και η προαγωγή τους είναι υποχρέωση του Κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.” Καταλαβαίνουμε τι υπερασπιζόμαστε; Το Κράτος (ποιό είναι το παλικάρι;) υποχρεούται να αναπτύσσει και να προάγει την έρευνα. Πόσο αναπτύσσει και προάγει το Κράτος την έρευνα για ήπιες μορφές ενέργειας, ή ελεύθερο δωρεάν λογισμικό, όταν όλες του οι υπηρεσίες πληρώνουν αδρά τη microsoft και στα πανεπιστήμια και τα σχολεία του διδάσκονται κυρίως τα λογισμικά της; Όταν για την πρόσληψη στο δημόσιο απαιτείται (με το αζημίωτο φυσικά) πιστοποιητικό γνώσης των προγραμμάτων της εν λόγω εταιρίας, ενώ κάποιος μπορεί να γνωρίζει άψογα το linux ή το open office, έχοντας για δασκάλους του εκατοντάδες εθελοντές στο internet; (και μη μου πείτε ότι αυτός δεν μπορεί να χειρισθεί τα windows). Πόσο ελεύθερη και αυθύπαρκτη είναι από μόνη της η έρευνα, η τέχνη, η επιστήμη, και η διδασκαλία, όταν δεν αναγνωρίζεται, δεν αναπτύσσεται και δεν προάγεται από το Κράτος (για να μην πω ότι υποσκάπτεται), το έργο των ερευνητών, των καλλιτεχνών, των επιστημόνων και των δασκάλων; Και αν δεν παράγεται έργο, γιατί είναι αυτοί υπεύθυνοι και όχι το Κράτος που έχει “συνταγματικά” την υποχρέωση; Η παράγραφος, εάν το Σύνταγμα ήταν υπηρέτης των πολιτών και όχι του Κράτους, θα έπρεπε να λέει: “Οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες, οι ερευνητές και οι δάσκαλοι είναι ελεύθεροι (σαν ιδιότητες, γιατί σαν οντότητες προβλέπεται αλλού) και αποκλειστικοί υπεύθυνοι για την εκπόνηση του έργου τους. Οι εκάστοτε κρατικοί λειτουργοί και διαχειριστές, με ονοματεπώνυμο, υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ελευθερία της εργασίας των προαναφερομένων, να προβάλλουν και να προάγουν τα οφέλη (αλλά και τις αποτυχίες) του έργου τους (όχι του δικού τους, αλλά των καλλιτεχνών, επιστημόνων κλπ) σε όλη την κοινωνία, η οποία μοιράζεται ούτως ή άλλως το κόστος των προσπαθειών τους. Τα τυχόν ιδιαίτερα δικαιώματα των κρατικών λειτουργών και διαχειριστών (που ενδεχομένως προκύπτουν από άλλες διατάξεις) δεν τους απαλλάσσουν, σε καμία περίπτωση, από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα.”

Πόσοι από μας, πιστεύουμε στην αναγκαιότητα, τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα του Συντάγματος, σε ποιά λογική του και σε ποιό ακριβώς περιεχόμενό του; Πόσοι (ασφαλισμένοι και ασφαλιστές) ευχόμαστε στους άλλους, στ’αλήθεια “χρόνια πολλά”; Πόσοι ευχόμαστε στ’αλήθεια στους συνανθρώπους -επαγγελματικούς ανταγωνιστές- μας “καλή επιτυχία σε ό,τι κάνεις”; Πόσοι “δημοσιογράφοι” εύχονται στ’αλήθεια “καλές ειδήσεις”; Πόσοι “γιατροί” πίνουν στ’αλήθεια “στην υγειά μας”; Πόσοι…; Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι χρόνια πολλά τώρα, οι ευχές μας δεν πιάνουν, γιατί μας συμβαίνει μονάχα ό,τι ευχόμαστε ενδόμυχα με όλη τη δύναμη της ψυχής μας, δηλαδή τίποτα το ιδιαίτερο, ως συνήθως.

Δεν είναι η εντύπωσή σας. Εγώ δεν εύχομαι τίποτα και για κανένα, που να μην το έχει πραγματικά ανάγκη. Το τι θέλει και τι δεν θέλει ο καθένας, είναι απλώς θέμα προσωπικής πολυτέλειας. Για μένα, οι βασικές μας ανάγκες είναι εξ αρχής καλυμμένες και ως εκ τούτου δεν χρειάζονται καμία “συνταγματική κατοχύρωση”, αποκάλυψη χρειάζονται. Ούτε βεβαίως χρειάζεται να ορίζονται σαν “συνταγματικά” αναθεωρήσιμες. Το ζήτημα για μένα είναι να μπορούμε να αναθεωρούμε τη “λογική” μας, επαναστατικά (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης), θαρραλέα και οικειοθελώς.

Ειλικρινά, “καλή χρονιά” σε όσους νομίζουν ότι άλλαξε, αλλάζει ή θα αλλάξει πραγματικά κάτι.

Υ.Γ. Στο Σύνταγμα οι λέξεις “ελευθερία” και “ελεύθερος/η/ο” αναγράφονται πάνω από εκατό φορές. Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι αν είμαι ελεύθερος δεν χρειάζεται να γνωρίζω καν τη λέξη. Η ελευθερία είναι σαν την υγεία, και οι δύο ορίζονται με την απώλειά τους.

Παρακολουθώ τις διάφορες λίστες κατάταξης των blogs με βάση το πλήθος των επισκεπτών τους και παράλληλα τις συγκρίνω με τις δικές μου προτιμήσεις. Είναι πράγματι ενδιαφέρον ότι, οι δύο αυτές λίστες (βεβαίως παρουσιάζουν αποκλίσεις, αλλά) σε γενικές γραμμές ταιριάζουν. Τι είναι όμως αυτό που κάνει ένα blog να δέχεται ένα ν πλήθος επισκεπτών και ποιά posts συγκεντρώνουν τα περισσότερα σχόλια;

Όλοι δεχόμαστε ότι το βασικό είναι το περιεχόμενο, αλλά ποιά είναι τα χαρακτηριστικά ενός ενδιαφέροντος περιεχομένου; Το οτιδήποτε έχει το ενδιαφέρον του, το δικό του κοινό, αλλά εδώ μιλάμε για πρόκληση ενδιαφέροντος σε “μαζική” κλίμακα. Επίσης σημαντικό είναι το ύφος της γραφής, αλλά ποιό ύφος συγκεντρώνει τις περισσότερες προτιμήσεις; Επιπλέον, πόσο διαφέρει η νοοτροπία των παρουσιαστών, των θεατών και των σχολιαστών των παραδοσιακών μέσων, από εκείνων των new media; Πρόκειται αλήθεια για διαφορετικούς ανθρώπους, ή η μόνη διαφορά βρίσκεται στα χαρακτηριστικά που προκύπτουν από τη φύση των μέσων που οι ίδιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν;

Νομίζω ότι για να απαντήσουμε τα παραπάνω ερωτήματα, θα πρέπει να δούμε για ποιό σκοπό χρησιμοποιούμε τα μέσα, ποιά είναι η φύση τους και τέλος ποιοί είναι οι καθοριστικοί παράμετροι για την “ελκυστικότητα” ενός blog.

Τα μέσα επικοινωνίας, προφανώς στοχεύουν στην επικοινωνία των ανθρώπων. (Μπορεί να χρησιμοποιούνται για τη χειραγώγηση των μαζών, αλλά αυτή είναι απλώς μια παρενέργεια που πηγάζει από τη φύση της σχέσης των υποκειμένων που επικοινωνούν και όχι του εκάστοτε μέσου. Ένας γονιός χειραγωγεί το παιδί του, άσχετα με το μέσο που χρησιμοποιεί – σύμφωνα με το Φουκώ, “σε κάθε σχέση υπάρχει εξουσία και από τη στιγμή που υπάρχει, θα ασκείται με οποιονδήποτε τρόπο”). Αλλά μιλώντας για τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τι και γιατί επικοινωνούμε; Ουσιαστικά όλες οι πληροφορίες που επικοινωνούμε, έχουν να κάνουν με απειλές. Μιά “κακή” είδηση αναφέρεται στην περιπτωσιακή εκδήλωση μιας απειλής και μια “καλή” στην περιπτωσιακή αναστολή μιας άλλης απειλής που υπονοείται. Θεωρητικά (αλλά και πρακτικά) επικοινωνούμε για να οργανώνουμε τις στρατηγικές της άμυνάς μας, απέναντι στις υπαρκτές ή ενδεχόμενες απειλές. Επομένως, η επικοινωνία (τι κάνεις;) αφορά οπωσδήποτε απειλές και κινητοποιεί τους αμυντικούς μας μηχανισμούς. Στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες όμως, οι ενεργητικοί αμυντικοί μηχανισμοί των υπηκόων ενός κράτους έχουν μετατεθεί στο ίδιο το κράτος, εφόσον η δημοκρατία ορίζεται σαν το σύστημα διακυβέρνησης που επιλύει δίκαια τις (συμβιωτικές) αντιδικίες μεταξύ των πολιτών. Εξ’ ορισμού, στη “συνείδηση” των πολιτών το ίδιο το κράτος δεν δημιουργεί προβλήματα, μόνο λύνει – οι όποιες ανισότητες (στην επίλυση των προβλημάτων) αιτιολογούνται σαν “μερικές” υποκειμενικές παρερμηνείες της δικαιοσύνης, που επίσης εξ’ ορισμού αποδίδεται στο όνομα του “συνολικού” συμφέροντος της κοινωνίας (και αυτό δίνει το δικαίωμα στο κράτος να παραβιάζει μερικά δικαιώματα “μερικών”). Σταδιακά, στον πολίτη έχει απομείνει μόνο η παθητική άμυνα, που εκφράζεται με την περισυλλογή γύρω από την οντότητα της κάθε απειλής (είναι δεν είναι, περισσότερο ή λιγότερο σημαντική, αφορά εμένα ή τους άλλους). Στην ουσία η πλειοψηφία των πολιτών συζητάει τα γεγονότα όχι στη βάση του άξονα αίτιου-αιτιατού, αλλά πραγματικού-φαντασιακού (δεν είναι δυνατόν, υπερβολές, καλά τώρα, μα που ζούμε, είδες τι έγινε), αναγκάζοντας διαρκώς τους εμπλεκόμενους με τα μέσα (από το πρώτο Μ των ΜΜΕ) να αναζητούν και να προβάλουν όλο και περισσότερο “ακραία” θέματα. Η στάση της μάζας (από το δεύτερο Μ) απέναντι στα γεγονότα, είναι κυρίως μεταφυσική. Εφόσον εγώ δεν λύνω κανένα πρόβλημα, λογικά ούτε δημιουργώ. Είμαι εγκλωβισμένος σε ένα αυτοδύναμο, αυτο-συντηρούμενο και αυτο-ελεγχόμενο σύστημα που λειτουργεί ερήμην μου, με εμένα απλό θεατή – ηδονοβλεψία της συμπεριφοράς του. Δεν μπορώ καν να υποψιαστώ ότι ενδέχεται να παρακολουθώ τον εαυτό μου, απλά γιατί στα ΜΜΕ δεν υπάρχω πουθενά. Υπάρχουν πολλοί που μου μοιάζουν, κάποιοι που μου θυμίζουν κάποιους που ίσως έχω συναντήσει, μερικοί – πολύ λίγοι που ξέρω, ελάχιστοι που μπορώ να ταυτιστώ (πάντα σε απόλυτη αντιστοιχία με τους συσχετισμούς που μπορώ να επιβεβαιώσω και στην καθημερινότητά μου), αλλά ποτέ εγώ ο ίδιος. Συχνά, πολλοί από αυτούς που συμμετέχουν στο θέαμα (ακόμα και σαν θεατές), το κάνουν για να διαπιστώσουν αν όντως είναι πραγματικό.

Το περιεχόμενο λοιπόν των μέσων που προκαλούν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του κοινού, είναι εκείνο που ο δημιουργός του έχει μελετήσει καλύτερα από υπαρξιακής άποψης, τόσο το θέμα του όσο και το μέσο που το επικοινωνεί (αυτό δεν γίνεται απαραίτητα συνειδητά, μπορεί να γίνεται και υποσυνείδητα – εξαρτάται από την προσωπικότητα και την εξοικείωση του καλλιτέχνη με τη μανιέρα των δημιουργημάτων του). Με δυό λόγια, και βέβαια αυτό αφορά όλες τις μορφές επικοινωνίας (μόνο ο τρόπος διαφέρει), το θέμα πρέπει να (είναι, να φαίνεται και να παρουσιάζεται σαν να) ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλισμό και την υπερβολή, γιατί έτσι μόνο καλύπτει την “υπαρξιακή” πείνα των θεατών. Ο θεατής, ακροατής, αναγνώστης, ερευνητής, γυρολόγος, αλλά και δημιουργός, το πρώτο που ψάχνει σε κάθε του “εύρημα” είναι το αδιαμφισβήτητο αμφισβητούμενο, το είναι-δεν είναι. Εάν το ένα από τα δύο είναι προφανές (δηλαδή εάν είναι έτσι, ή εάν δεν είναι), αυτόματα το θέμα καθίσταται αδιάφορο, απλούστατα γιατί το “δεδομένο” δεν συνιστά απειλή.

Συμπερασματικά, το περιεχόμενο ενός “δημοφιλούς” blog, αναφέρεται στην επικαιρότητα και την καθημερινότητα, συνδέεται δηλαδή με θέματα που είτε συζητούνται ευρέως και σε άλλα μέσα, είτε παρουσιάζει θέματα που αποσιωπούνται από τα υπόλοιπα μέσα. Τα ήδη γνωστά, ιντριγκάρουν τον αναγνώστη γιατί (από τη φύση του μέσου) του δίνεται η ευκαιρία να γνωστοποιήσει τις προσωπικές του απόψεις για θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Να ακουστεί η δική του φωνή που (κατά την κρίση του αναγνώστη πάντα), αφ’ενός έχει ιδιαίτερη σπουδαιότητα και αφ’ετέρου “σκοτεινά” συμφέροντα θέλουν να την φιμώσουν. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δωθεί στο ότι ο καθένας έχει μία άποψη για τα συμβαίνοντα, και συνήθως από πριν (αυτά συμβούν). Τα δε άγνωστα που αποκαλύπτονται, ενισχύουν τα προηγούμενα “πιστεύω” του αναγνώστη, περί “σκοτεινών” κέντρων και φίμωσης.

Το ύφος της γραφής περιστρέφεται γύρω από αυτό που εγώ θα έλεγα “ευφάνταστη γκρίνια”, προσομοιάζει δηλαδή τα βασικά χαρακτηριστικά της σάτιρας. Καυστική κριτική στην καθημερινότητα και τις πρακτικές της, με σαφή κατάδειξη γνωστών – αγνώστων, υπευθυνο-ανεύθυνων ηθικών αυτουργών της μιζέριας μας, συνήθως “στολισμένων” με επίθετα τυφλών καθαρτήριων επιθέσεων. Το ζητούμενο εδώ είναι το οργισμένο χαμόγελο, που υποβόσκει σχεδόν πίσω από κάθε απαστράπτουσα οδοντοστοιχία. Η ειρωνεία είναι ότι, ακριβώς αυτό είναι και το στυλάκι του Χατζηνικολάου. Κατά τη γνώμη μου το δελτίο του Alpha, είναι ένα τηλεοπτικό blog (ένα μικρό post-είδηση, ακολουθείται από ένα πλήθος αντιμαχόμενων comments, από προσεκτικά επιλεγμένους αντιπροσωπευτικούς σχολιαστές, ώστε όλοι να βρίσκουν κάποιον να ταυτιστούν – και ο Χατζηνικολάου εκπληρώνει την υποχρέωσή του να απαντάει σε όλους “ισότιμα” και με την απαιτούμενη ευγένεια – αγένεια στα όρια της (δήθεν, στην περίπτωσή του) εύλογης απώλειας της ψυχραιμίας (ενσαρκώνοντας ο ίδιος τον χαρακτήρα με τον οποίο καλείται να ταυτιστεί και ο τελευταίος τυχόν “αντικειμενικός” θεατής).

Άφησα για το τέλος τη φύση των μέσων, τα δυνατά και αδύνατα στοιχεία τους, για να ικανοποιήσω αποκλειστικά και μόνο, τον εγωισμό και την έμφυτη αισιοδοξία μου. Τα new media, θέλω να πιστεύω ότι εκτός από μέσα επικοινωνίας (για τις απειλές) των ανθρώπων, μπορούν να είναι και μέσα για τον επανακαθορισμό των ίδιων των απειλών των κοινωνιών μας. Ότι εξαιτίας του πλουραλισμού σε ποσότητα και ποιότητα του περιεχομένου τους, θα μπορέσουν κάποτε να μας δώσουν την ευκαιρία να απομυθοποιήσουμε τη ρήση “ισχύς εν τη ενώσει” και να δώσουμε έμφαση στο “γιατί τόση φασαρία;” Ότι η δυνατότητα όλων να αντιδράμε ενεργητικά και συνειδητά υποκειμενικά, θα μας βοηθήσει να απογαλακτιστούμε από την άμορφη μάζα που ισχυρίζεται πως μας προστατεύει από τον κακό μας εαυτό. Ότι ακριβώς λόγω της δυνατότητας “μαγειρέματος” των charts, θα μάθουμε να μεταφράζουμε τον default υπότιτλο “just another weblog”, ως “να μια άλλη λογική στον ιστό (της κοινωνίας μας)” που δεν έχει ανάγκη από καμία (αμυντική) “πρωτιά”, γιατί δεν νιώθει πως απειλείται από καμία “mavri hira”*. Πρόκειται απλά για ένα nickname, που θα μπορούσε να έχει ο καθένας από μας, για να ξορκίζει τους πραγματικούς του φόβους. Αν δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε με τα κανονικά μας ονόματα και μπορούμε με παρατσούκλια, τόσο το χειρότερο για τους παπάδες που μας βάφτισαν. Μακάρι να καταλάβουμε πως όλες οι απειλές που νιώθουμε, είναι έτσι κι αλλιώς “εικονικές”. Οι πραγματικές ανατροπές έρχονται απροειδοποίητα και έχουν όλες το ίδιο αόριστο όνομα “oxi re pousti mou!” (η πραγματικότητα ορίζεται από το πλήθος των θαυμαστικών – όσο πιό πολλά, τόσο πιό ψεύτικη).

*Επειδή είναι πολύ πιθανόν αυτό το nickname να είναι υπαρκτό, τα εισαγωγικά σημαίνουν πως δεν αναφέρομαι σε κάποιο συγκεκριμένο. Το mavri hira, συνδέεται νοηματικά με τον ιστό.

Έχω μια απίστευτη εμμονή με την αδικία, σε τέτοιο βαθμό που καταντάει βασανιστική. Χωρίς να το θέλω, βλέπω το άδικο παντού, σα να φοράω εκείνα τα γυαλιά που κάνουν τα ρούχα των ανθρώπων αόρατα και αποκαλύπτουν την ομορφιά ή την ασχήμια του γυμνού κορμιού. Και μιλάω για εμμονή (όπως και για ομορφιά και ασχήμια) γιατί είναι τόσο έντονη η απέχθειά μου προς την αδικία, που στην προσπάθειά μου να μην είμαι και ο ίδιος άδικος στην κρίση μου (αν και συνήθως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια), βλέπω και την πλευρά του δίκιου σε κάθε μορφή έκφρασης της αδικίας. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία (στα όρια του μαζοχισμού) του βασανιστηρίου. Γιατί πώς να κατηγορήσεις κάποιον απερίφραστα για άδικη συμπεριφορά, όταν του αναγνωρίζεις τους λόγους, αλλά και το δικαίωμα να αδικεί; Πολύ περισσότερο δε, όταν ταυτόχρονα δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να είναι άδικος, όσα μύρια δίκια κι αν έχει. Όμως δεν τον αδικείς έτσι;

Το δίκιο και το άδικο είναι σαφώς ανθρώπινα εγκεφαλικές κατασκευές. Είναι έννοιες που έχουν τόση σχέση με την πραγματικότητα, όση έχει και ο πόνος με τη φαντασία. Στη φύση δεν υπάρχει δικαιοσύνη, απλούστατα γιατί η δικαιοσύνη είναι προϊόν και άλλοθι της σκοπιμότητας και η σκοπιμότητα είναι ένα καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Εδώ βέβαια ίσως χωράει πολύ κουβέντα για το εάν και κατά πόσο ο άνθρωπος είναι αφύσικος, αλλά οι πρακτικές που υιοθετεί μετά τον αυτοπροσδιορισμό του σαν “φυσικός” κυρίαρχος της φύσης, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στο δικό μου σκεπτικό, γιατί θα ήταν σα να δεχόταν κάποιος θρησκευόμενος ότι ο Θεός είναι μέρος του δημιουργήματός του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή κι αν η δικαιοσύνη είναι εγγενής ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης (όσο ξεκομμένη κι αν είναι η τελευταία από το φυσικό της περιβάλλον), δεν παύει να είναι το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος υπολογίζει την “αγιοσύνη” των σκοπών του. Αυτό, αυτομάτως σημαίνει πως οι σκοποί είναι (σχεδόν) πάντα “ιεροί”, όχι όμως και τα μέσα. Να γιατί το δίκιο βαδίζει με το άδικο, χέρι-χέρι. Υπάρχει συνήθως, ένας δίκαιος στόχος που επιτυγχάνεται με συχνά άδικους τρόπους. Και τι πιό φυσικό από το να ακολουθεί την αδικία, η γκρίνια.

Η γκρίνια είναι η έκφραση του δίκιου του αδικημένου, όταν αυτός δεν το διεκδικεί. Είναι το “αγιασμένο” μέσο, ενός “αγιότερου” σκοπού. Προκειμένου να μην αδικήσει τους άλλους αναζητώντας το δίκιο του στο αβέβαιο μέλλον, επιλέγει να αδικεί τον εαυτό του (αλλά και τους άλλους, όπως υποστηρίζω παρακάτω) σε μόνιμη βάση, δικαιώνοντάς τον όμως άμεσα την κάθε στιγμή, αποκλειστικά και μόνο στο “Εγώ” του. Στην ουσία είναι η απόλυτα “αφύσικη” έκφραση μιάς εντελώς “φυσικής” κατάστασης. Σε ένα εντελώς αιτιοκρατικό σύμπαν, ένα χαστούκι είναι το αποτέλεσμα ενός ραπίσματος που προηγήθηκε και η αιτία ενός χτυπήματος που θα ακολουθήσει. Τα γεγονότα ακολουθούν τους νόμους ενός αεικίνητου ρολογιού με γρανάζια. Ακόμα κι αν εσύ, ένα απλό δόντι του όλου μηχανισμού δεν συμμετέχεις στο σπρώξιμο (και σκέψου ότι δεν είσαι ο μόνος), ο χρόνος δεν σταματά, ούτε αποφεύγεις την περιστροφή σου. Το μόνο που καταφέρνεις, είναι να δίνεις αναγκαστικά τη δύναμή σου στα υπόλοιπα δόντια να ασκούν (και σε σένα) μεγαλύτερη πίεση, αφού το γρανάζι είναι καταδικασμένο να γυρίζει. Επιπλέον, λουφάρεις, αφού δεν συμμετέχεις και νοιάζεσαι μονάχα για την ηθική σου ικανοποίηση του ότι εσύ τουλάχιστον δεν επιβαρύνεις τους άλλους. Αλήθεια;

Κάθε πρόβλημα στη ζωή, είναι πρόβλημα όταν λύνεται. Αν δεν υπάρχει λύση, είναι θέμα ζωής και θανάτου, δηλαδή μόνο θανάτου. Υπάρχει ένα παράγγελμα στο στρατό που λέει “τους ζυγούς λύσατε”. Όταν το σώμα λυθεί, δεν μπορεί να εκτελέσει καμία ενέργεια πριν ξανασυσταθεί σε σώμα. Και σαν σώμα, δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς ζυγούς, είναι η φύση του σώματος τέτοια. Τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν χωρίς δρώντα υποκείμενα που τα βιώνουν και δεν μπορεί να υπάρχει δρων υποκείμενο που δεν βιώνει προβλήματα. Ζω (για τον “εφευρετικό” ανθρώπινο εγκέφαλο), σημαίνει λύνω προβλήματα που δημιουργώ για να λύνω μέχρι να πεθάνω. Γκρινιάζω (μόνο οι άνθρωποι γκρινιάζουν), σημαίνει λύνω λιγότερα προβλήματα απ’όσα δημιουργώ. Αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσικό, αφού για να ζω και αύριο θα πρέπει να συνεχίσω να έχω προβλήματα. Όσα περισσότερα προβλήματα λύνουμε, τόσο περισσότερο θα γκρινιάζουμε για να δημιουργούμε καινούρια. Εντροπία το λένε μωρό μου.

Τα δελτία (παραγωγής) “ειδήσεων” πρέπει να συνεχίσουν, ή για να το πω λιγότερο γκρινιάρικα και στο πνεύμα των ημερών, η παραγωγή των δελτίων ειδήσεων σας εύχεται “χρόνια πολλά”.

“Λόχος… άκυρο”, “Λόχος… προσοχή”.

“Ελεύθεροι…”

Διάβασα σ’ένα σχόλιο σε κάποιο blog (δεν κράτησα το link γμτ), ότι ο κόσμος μας λέει, θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί (από κάποια δύναμη) πριν από μόλις 5 λεπτά, με ακριβώς τη μορφή που έχει τώρα, με όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα, με όλα τα βιβλία, με όλες μας τις αναμνήσεις ως έχουν και που τον ερμηνεύουν και του δίνουν τη χρονική συνέχεια που έχει και τώρα. Κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά. Καταπληκτικό!!!
Δηλαδή, για να το προεκτείνω λίγο, το bib bang που συνέβηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν, η διαστολή του σύμπαντος, η πιθανή συστολή και συμπύκνωσή του και φτου κι απ’την αρχή, θα μπορούσαν να μην διαρκούν κάποια τρις τρις τρις χρόνια, αλλά να συμβαίνουν κάθε φορά που πέφτουμε για ύπνο και ξυπνάμε. Ο κόσμος σβήνει κάτω από τα βλέφαρά μας και ξανανάβει με το καλημέρα. Ακόμα θα μπορούσε να συμβαίνει ακόμα πιό γρήγορα, όπως το αδιόρατο κλείστρο σε μια κινηματογραφική μηχανή προβολής που κρύβει τις μαύρες γραμμές που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα καρέ του φιλμ. Τρομερό!!! Η συνέχεια είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης σε μια πολύ συγκεκριμένη σειρά από σκόρπια σημεία, απομονώνοντάς τα από τα διπλανά τους. Κάποιοι βλέπουν περισσότερα, κάποιοι λιγότερα, αλλά κανένας όλα. Μ’αρέσει!!! Αν μπορούσα ν’ απαντήσω και το ποιός προβάλλει το φιλμ…;

Το θέμα είναι πως ό,τι πιθανότητα έχει ο κόσμος να είναι μια συλλογική υπόθεση σύνθεσης, έχει ακριβώς την ίδια να είναι και μια ατομική υπόθεση ανάλυσης. Δηλαδή, ακόμα κι αν υποθέσω ότι υπάρχω μόνο εγώ (και κανένας άλλος και τίποτα) και όλα όσα ζω είναι αποκύημα της φαντασίας μου (ένα όνειρο), αυτό δεν αλλάζει την εντύπωση που έχω για τον κόσμο και τον εαυτό μου ούτε πρακτικά, ούτε θεωρητικά. Αν κάποιος βρίσκεται σε κάποιου είδους κώμα και παλεύει γιατί ονειρεύεται ότι έχει μια κανονική ζωή και υποφέρει, σε τι διαφέρει από το να μην είναι σε κώμα, αν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεφύγει από τις δυσκολίες; Άρα το πρόβλημα του “είναι ή δεν είναι”, είναι θέμα διαφυγής. Κι αν ακόμα μπορούσα να ταξιδεύω από το είναι στο δεν είναι, δεν θα ένιωθα και πάλι εγκλωβισμένος; Η διαφυγή δεν αφορά μόνο το “από που”, αφορά κυρίως το “προς τα που”. Υπάρχει τόπος χωρίς “στρίμωγμα”, ή το “στενάχωρο” είναι ιδιότητα του χώρου;

Έστω ότι όλος ο χώρος είναι ένα λεωφορείο. Μπαίνω και διαλέγω την πιό απόμακρη θέση από κάθε υπάρχοντα επιβάτη. Το λεωφορείο φτάνει στο τέρμα και κατεβαίνω. Τι έχω ζήσει; (Θυμίζω ότι δεν υπάρχει άλλος χώρος εκτός του λεωφορείου). Μ’αυτή τη σκέψη στα μισά της διαδρομής και έχοντας πάντα στο μυαλό μου τη διατήρηση της δυνατότητας διαφυγής από τα στριμώγματα, πάω και κάθομαι δίπλα σε κάποιον. Μπορεί και να “κάνει” λίγο πιό κει για να κάτσω πιό άνετα, ή και να απλωθεί για να φύγω. Εγώ (που αναζητώ πάντα τη διαφυγή από τα στριμώγματα, αλλά και το να ζήσω), μπορώ ή να μαζευτώ και να περάσω λίγη ευχάριστη ώρα μαζί του ευχαριστώντας τον, ή να απλωθώ κι εγώ και να πλακωθούμε. Στην δεύτερη περίπτωση είτε το λεωφορείο σταματάει και κατεβαίνουμε κι οι δυό μας, ή μόνος μου, είτε κατεβαίνει αυτός και συνεχίζω εγώ, πάλι μόνος μου. Αλλά τι θα ζήσω στη συνέχεια; Μ’αυτή τη σκέψη επιλέγω την πρώτη περίπτωση και κάθομαι μαζί του, μέχρι να βαρεθώ ή να με βαρεθεί. Μετά φεύγω ή φεύγει. Με όλα αυτά (υποθέσεις και πειραματισμούς) καταλαβαίνω ότι οι δυνατότητες διαφυγής μου από τα στριμώγματα, είναι ευθέως ανάλογες του μεγέθους του στριμώγματος, εφόσον η επιθυμία μου είναι να ζήσω. Περισσότερο στρίμωγμα, περισσότερος διαφορετικός κόσμος, περισσότερες συναναστροφές και επιλογές, περισσότεροι διέξοδοι, λιγότερο στρίμωγμα. Ζωή σημαίνει αλληλεπίδραση. Αν η ζωή είναι το ζητούμενο προσπαθούμε να ενισχύουμε την αλληλεπίδραση, αν δεν είναι αυτοκτονούμε μειώνοντάς τη (την αλληλεπίδραση και πάλι). Σε ένα πολύχρωμο σύμπαν, δεν αρκεί να βρίσκεις τα χρώματα που ταιριάζεις; Το να θέλεις να σβήσεις τα παράταιρα, μέχρι να μείνουν μόνο τα ταιριαστά, δεν είναι ξόδεμα απ’το υστέρημα;

Οιλέξειςείναιλέξεις γιατί υπάρχουν τα κενά τους. Το χαρτί είναι χαρτί γιατί το γύρω του δεν είναι χαρτί. Ο πυρήνας ενός ατόμου είναι πυρήνας γιατί γύρω του γυρνάνε ηλεκτρόνια. Η γη είναι γη γιατί το γύρω της είναι το διάστημα. Το σύμπαν είναι σύμπαν γιατί το γύρω του δεν είναι. Εσείς είστε εσείς γιατί γύρω σας είναι οι άλλοι. Όμως οι λέξεις έχουν νόημα, όταν τα γράμματα που τις σχηματίζουν έχουν μόνο μία συγκεκριμένη σειρά. Αλλάζει η σειρά και αλλάζει και το νόημα, ή εξαφανίζεται εντελώς.
Το κενό όμως δεν είναι εντελώς κενό. Δεν μπορείτε να διαβάσετε λευκά γράμματα σε λευκό φόντο, όπως και δεν θα μπορούσατε να διαβάσετε μαύρα γράμματα σε μαύρο φόντο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν, απλά δεν έχετε τη δυνατότητα να τα δείτε, όμως μπορείτε να υποθέσετε τι θα μπορούσαν να γράφουν. Θα μπορούσαν να μην γράφουν αυτό που θα περιμένατε και σ’αυτή την περίπτωση οι δυνατότητες του τι θα μπορούσαν να γράφουν περιορίζονται μόνο από το πλήθος όλων των δυνατών αναγραμματισμών, αλλά η πιθανότητα να μαντέψατε λάθος είναι όση και η πιθανότητα να μην έχετε αυτό που λέμε “κοινή λογική”. Θα μπορούσε βέβαια το κενό να ήταν και όντως κενό, αλλά εσείς σαν αναγνώστες θέλετε τόσο πολύ να διαβάσετε κάτι τόσο συγκεκριμένο, που ακόμα κι αν δεν είναι γραμμένο το “φτιάχνετε” μόνοι σας. Η πρόταση πρέπει οπωσδήποτε να έχει νόημα και το νόημα αυτό είναι δεδομένο, αλλά από ποιόν; Αν τα γράμματα είναι δική μας επινόηση, γιατί και η νοηματοδότηση η ίδια δεν είναι δική μας επινόηση; Κι αν διαλέξαμε (έστω τυχαία) από ένα πλήθος δυνατών γραφημάτων τα συγκεκριμένα, γιατί να μη διαλέξαμε κι από ένα πλήθος δυνατών “λογικών” (που δίνει στη ζωή μας το νόημά της), τη συγκεκριμένη; Η οποία είναι τόσο “κοινή” όσο και τα γραφήματα που την απεικονίζουν. Τα γράμματα είναι διαφορετικές εκδοχές του τρόπου που κουκκίδες μελανιού μπαίνουν σε μια σειρά. Γιατί και το νόημα που αποδίδουμε στα πράγματα να μην είναι διαφορετικές εκδοχές του τρόπου που φευγαλέες σκέψεις αποκτούν συνοχή; Ποιός χρειάζεται τη συνοχή; Οι σκέψεις; Τα γράμματα; Οι λέξεις; Τα κενά τους; Το χαρτί; Η ίδια η συνοχή; Ποιός χρειάζεται αυτό το κείμενο; Το OpenOffice; Ποιός χρειάζεται το εισιτήριο; Πάντως όχι το τρένο. Ποιός χρειάζεται το σύμπαν; Ποιός χρειάζεται τη χρήση; Ποιός τη μονιμότητα; Ποιός την αλλαγή; Και ποιός χρειάζεται μια αλλαγή σε μια “ιδανική” κατάσταση που θα’ναι μόνιμη;

Η τρέλα είναι το αντίθετο της λογικής ή μιά άλλη μορφή της; Η αντιύλη είναι το αντίθετο της ύλης ή μια άλλη μορφή της; Η αντιβαρύτητα; Η αντίθεση δεν είναι μια άλλη θέση; Το έξω είναι το αντίθετο του μέσα ή μια άλλη εκδοχή του; Πόσες μορφές μπορεί να έχει η πραγματικότητα; Και γιατί διαλέγουμε “αυτή” τη μία; Μήπως εμείς επιλέγουμε απ’όλες τις δυνατές ερωτήσεις μόνο εκείνες που μπορούν να δικαιολογήσουν την υπόστασή τους, μέσω προκαθορισμένων απαντήσεων; Μήπως το άγνωστο είναι μια επινόηση της γνώσης που της εξασφαλίζει το μέλλον της, σαν αέναο ζητούμενο; Το άγνωστο υπάρχει μόνο για όσους “γνωρίζουν”, για όσους έχουν “σταθερά δεδομένα”. Το ανάποδο δεν ισχύει.
Αν ο καθένας μπορεί να διαλέξει μόνο την ερώτηση που ταιριάζει με τις απαντήσεις του ε, τότε κι εγώ μόνο μπορώ να διαλέξω το που θα πάει η ζωή μου, τίποτ’άλλο. Και θα πάει εκεί απ’ όπου ήρθε.

Το δεύτερο πράγμα για το οποίο ο άνθρωπος μοιάζει με τα άλλα ζώα είναι ότι δεν έχει συνείδηση της θνητότητάς του. Κι έτσι επινοεί τη ζωή του… με πρότυπο μια ζωή αλλού… ή άλλου… Κι αυτή είναι η πρώτη του ομοιότητα με τα ζώα, ότι δηλαδή δεν έχει συναίσθηση της ομοιότητάς του, ότι όλοι (και όλα) κάνουν ακριβώς το ίδιο – διαφέρουν. Η οποιαδήποτε αναγνώριση της ομοιότητάς του με το Θεό δεν είναι καθόλου συμπτωματική

…με αφορμή τη συζήτηση στα «κανάλια», για τον ξυλοδαρμό του φοιτητή στη Θεσαλονίκη (17/11/06).

Είναι σχεδόν κατεστημένη η άποψη στις σύγχρονες «μεταμοντέρνες» κοινωνίες μας, ότι η ορθή κρίση είναι εκείνη που μετράει τα πράγματα με μέτρο, που δεν παίρνει το μέρος καμιάς αντιμαχόμενης πλευράς, κρατώντας από όλες ίσες αποστάσεις. Όσοι επιθυμούν να χαρακτηρίζονται ως «αντικειμενικοί», γιατί έτσι επαληθεύουν το «κύρος» τους, διατυμπανίζουν με στόμφο την παραπάνω άποψη. Είναι όμως αυτός ο ορισμός της αντικειμενικότητας, αντικειμενικός;

Το θεώρημα της Μη πληρότητας προβλέπει ότι σε κάθε λογικό σύστημα θα υπάρχουν αληθείς προτάσεις των οποίων η ορθότητα δεν μπορεί να αποδειχθεί εντός αυτού του συστήματος. Στην περίπτωσή μας, ποιό είναι το μέτρο με το οποίο μετράμε την αντικειμενικότητα της κρίσης μας για τα πράγματα; Προφανώς αυτό το μέτρο, βάση της θεωρίας, θα πρέπει να αναζητηθεί εκτός της συζήτησης, δηλαδή θα πρέπει να υπάρχει ένα «απόλυτο» μέτρο με το οποίο θα συγκρίνουμε τις αντικρουόμενες πλευρές. Για να υπάρχει όμως ένα «απόλυτο» μέτρο θα πρέπει να το δεχόμαστε όλοι ως τέτοιο (πχ το μέτρο σαν μονάδα μέτρησης της απόστασης, ή το κιλό βάρους σαν μονάδα μέτρησης του βάρους, μας δίνουν τη δυνατότητα να συγκρίνουμε δύο αντικείμενα χωρίς να τα φέρουμε σε ευθεία αντιπαράσταση μεταξύ τους) και απ’ό,τι γνωρίζω δεν υπάρχει καμία κοινή συμφωνία για ένα «αντικειμενικόμετρο». Ένας δεύτερος τρόπος σύγκρισης (αλλά απο τη φύση του σχετικιστικός) είναι να συγκρίνουμε απ’ευθείας τις αντικρουόμενες θέσεις μεταξύ τους. Αλλά και πάλι θα πρέπει να συμφωνήσουμε στο ποιά διάσταση ή ποιό χαρακτηριστικό τους θα συγκρίνουμε, δηλαδή και πάλι θα πρέπει να βγούμε εκτός της συζήτησης, για να να συμφωνήσουμε πρώτα στο «σχετικό» αυτή τη φορά μέτρο που θα χρησιμοποιήσουμε για τη σύγκριση. Σε κάθε συζήτηση λοιπόν, είναι εντελώς «λογικό» να βγαίνουμε εκτός του κύριου θέματος της συζήτησης (αν και συχνά εξαντλητικό), πολύ απλά γιατί το θεώρημα της Μη πληρότητας ισχύει. Υπάρχουν πάντα προτάσεις στη συζήτηση που δεν μπορούν να αποδειχθούν εντός της.

Το να κρατάμε ίσες αποστάσεις από τα πράγματα, διασφαλίζει την προσδοκούμενη ουδετερότητά μας; Η πρόταση αυτή είναι αληθής, υπό την προϋπόθεση ότι ορίζουμε σαν ουδετερότητα την ίση χωρική απόστασή μας από τα «αντικρουόμενα» πράγματα του συστήματος που εξετάζουμε. Στην περίπτωση όμως των αντικρουόμενων ιδεών, που είναι σχεδόν πάντα κβαντισμένες (εφόσον συνήθως μπορούν να πάρουν συγκεκριμένες ερμηνείες και όχι οποιαδήποτε μία και μόνη), αφ’ενός είμαστε και οι ίδιοι μέρος του συστήματος που εξετάζουμε (αφού δίνουμε οπωσδήποτε και εμείς μια ερμηνεία σε κάθε άποψη) και αφ’ετέρου το πρόβλημα δεν είναι καν χωρικό αλλά δυναμικό. Η απόσταση δηλαδή που πρέπει να κρατήσει κάποιος με μάζα m1, για να «αποφύγει» την βαρυτική έλξη από ένα σωματίδιο μάζας m2, δεν ισούται με την απόσταση που πρέπει να κρατήσει για να αποφύγει την βαρυτική έλξη από ένα σωματίδιο μάζας m3 (εφόσον βέβαια τα m2 και m3 διαφέρουν). Με λίγα λόγια δεν μπορούμε εκ των πραγμάτων να κρατήσουμε ίσες αποστάσεις από έναν επιτιθέμενο και έναν αμυνόμενο, απλούστατα γιατί η δράση τους έχει διαφορετική βαρύτητα, ακόμα κι αν έχουν την ίδια μορφή ή την ίδια αισθητική. Έτσι λοιπόν, δεν μπορούμε να είμαστε ουδέτεροι κρατόντας απλά ίσες αποστάσεις, γιατί αν μπορούσαμε αυτό θα σήμαινε αυτομάτως ότι οι μάζες όλων των σωμάτων θα ήταν ίδιες και επομένως και η δική μας, άρα και οι αλληλεπιδράσεις μας θα αλληλο-εξουδετερώνονταν αφού δεν θα υπήρχε καν θέμα συζήτησης για το οποίο καλούμαστε να αναπτύξουμε τις ιδέες μας. Και δεν μπορεί να αξιολογείται η βία που ασκείται από κάποιον που είναι κατά της βίας, με τον ίδιο τρόπο που αξιολογείται για κάποιον που είναι υπέρ, γιατί θα ήταν σαν να δεχόμαστε τη δυνατότητα των δικαστηρίων να αδικούν εφόσον έχουν να κάνουν με αδικούντες ή τη δυνατότητα των δημοκρατών να φιμώνουν όταν αντιμετωπίζουν διαφωνούντες. Και αυτό θα αποτελούσε το μέτρο μας για την ουδετερότητα, προκειμένου να μετριέται το κύρος της αντικειμενικότητάς μας.

Συμπερασματικά, η ορθή – αντικειμενική κρίση δεν μπορεί να είναι εκείνη που τείνει στην ουδετερότητα, γιατί και η ουδετερότητα από τη φύση της είναι μιά σχετική – υποκειμενική άποψη. Αντικειμενική κρίση είναι εκείνη που επιβιώνει σε όλες τις υποκειμενικές δοκιμασίες που υποβάλλεται και ως εκ τούτου δεν είναι κτήμα κανενός, είναι περιουσία όλων μας. Είμαι «αντικειμενικός» σημαίνει να υπερασπίζομαι την υποκειμενικότητά σου, και πάλι κι αυτό υποκειμενική εικασία είναι…

… με αφορμή τη συζήτηση για τη γνησιότητα της επιστολής του 13χρονου στην «Ε»

Ο ακρογωνιαίος λίθος της λογικής είναι η αιτιοκρατία. Είτε χρησιμοποιούμε τον παραγωγικό (από το όλο στο μέρος) είτε τον επαγωγικό συλλογισμό (από το μέρος στο όλο) και ανεξάρτητα από τις διάφορες μη συμβατές απόψεις για τη φύση της, νομίζω ότι όλοι θα συμφωνούσαμε πως η λογική είναι αυτή που καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε και αλληλεπιδρούμε με το περιβάλον μας. Ακόμα κι αν υποστηρίζουμε τις μη αιτιολογικές θεωρίες (στατιστική πιθανότητα ή θεότητα), είναι πολύ «λογικό» να αναπτύσσουμε την επιχειρηματολογία μας εντός των αιτιοκρατικών μεθόδων, αφού και η σύλληψη αυτών των θεωριών γίνεται για αιτιολογικούς λόγους. Εδώ ακριβώς είναι που μπαίνει το ζήτημα της σύγχισης της λογικής (σαν τρόπος ερμηνείας και αλληλεπίδρασης) με το τι είναι «λογικό». Σαν «λογικό» θεωρούμε συνήθως το αυταπόδεικτο, (ή στην καλύτερη περίπτωση) το επιβεβαιώσιμο μέσω της σύγκρισής του με «σταθερές» που κατευθύνουν τη λογική μας. Η λογική όμως, είναι η «τέχνη» που ισορροπούμε το «λογικό» με το «παράλογο», όπως η γλυπτική παντρεύει τη φόρμα με την αντιφόρμα. Με λίγα λόγια ταυτίζοντας τη λογική με το «λογικό», πετάμε έξω το «παράλογο», χωρίς το οποίο όμως δεν υπάρχει λογική, όπως δεν θα υπήρχαν λέξεις σ’ευτό το post ανδενυπήρχαντακενάτους. Επιπλέον, ταυτίζοντας τη φόρμα με το αντικείμενο, αναγκαζόμαστε (υπό την πίεση της «λογικής»), να ταυτίσουμε την αντιφόρμα με το μη-αντικείμενο, δηλαδή αναβαθμίζουμε το «παράλογο» από μέρος της λογικής στο αντίθετό της. Έτσι όμως καταλήγουμε στο ατόπημα ότι υπάρχει τρόπος να μην ερμηνεύουμε και να μην αλληλεπιδρούμε με το περιβάλλον και αυτός επιτυγχάνεται μέσω του παραλογισμού. Και είναι ατόπημα γιατί αν ισχύει κάτι τέτοιο, αφού το «παράλογο» δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον, πως εμείς (το λογικό περιβάλλον) το αντιλαμβανόμαστε;

Υπό την πίεση λοιπόν αυτού του ατοπήματος και της ανάγκης για λογική (σαν τρόπου ερμηνείας και επικοινωνίας με το περιβάλλον), αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε στις σταθερές «αληθινό» και «σωστό» και βέβαια αναγκαστικά και στα αντίθετά τους για να τις προσδιορίζουν. Oι «σταθερές» είναι το αποτέλεσμα εμπειρικής, επιστημονικής και φιλοσοφικής γνώσης, αν και στην πλειονότητά μας στηριζόμαστε δυστυχώς, σχεδόν αποκλειστικά στην πρώτη, υποβαθμίζοντας έτσι την εγκυρότητα και αποτελεσματικότητα της λογικής μας (θυμίζω-σαν τρόπο ερμηνείας και επικοινωνίας με το περιβάλον), αφού η γνώση (και με τις τρείς υποστάσεις της) αποτελεί ταυτόχρονα το προϊόν και τον τροφοδότη της λογικής. Το οντολογικό ερώτημα «υπάρχει ή δεν υπάρχει ο Αλέξανδρος;» (όπως και όλα τα ερωτήματα αυτού του είδους) πηγάζει από, αλλά και αναπαράγει το μορφολογικό ερώτημα «τα λέει καλά ή δεν τα λέει ο (όποιος) Αλέξανδρος;». Για να προσεγγίσουμε το όποιο θέμα επικαλούμαστε τις «σταθερές» μας. Κι αυτό το post δεν εξαιρείται του κανόνα. Η πρώτη σύγκριση του ερεθίσματος με αυτές τις «σταθερές» μας λέει «σωστό» ή «λάθος» και αυτό που ακολουθεί αυτόματα είναι η κατασκευή των «λογικών» επιχειρημάτων από αυτές τις ίδιες σταθερές, που υποχρεούνται από τη φύση τους να τις επαληθεύουν. Επιχείρημα 1ο: «δεν μπορεί ένας δεκατριάχρονος να γράφει και (πολύ περισσότερο) να σκέφτεται έτσι» – πηγή: εμπειρική γνώση. Επιχείρημα 2ο: «η εξαπάτηση του κοινού για ίδιον όφελος είναι σύνεθες φαινόμενο» – πηγή: εμπειρική γνώση (αφου πολλές φορές έχουμε συλλάβει και τον εαυτό μας να εξαπατά ακόμα κι εμάς τους ίδιους για το προσωπικό μας συμφέρον). Επιχείρημα 3ον: «ακόμα κι αν τα προηγούμενα δύο μπορούν να διαψευστούν, το περιεχόμενο είναι «@*&#^%@», αφού είναι «λάθος» και μπορώ να επικαλεστώ την εμπειρική γνώση και άλλων ανθρώπων για να το αποδείξω». Και καταλήγουμε στο συμπέρασμα: «πότε επιτέλους θα τελειώνουμε με αυτά τα ψοφίμια; Βρομίσαμε…». Μα αυτό ήταν και το περιεχόμενο της επιστολής του (όποιου) Αλέξανδρου – η αρχική μας διαφωνία.

Άρα μάλλον κάτι δεν παέι καλά εδώ. Δεν μπορεί να μας ενόχλησε κάτι με το οποίο συμφωνούμε. Κάτι άλλο μας «τσιγκλάει» και αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από το ποιός κατηγορείται ότι βρωμάει τελικά. Και συνήθως μυγιάζεται όποιος έχει τη μύγα. Εντελώς αιτιοκρατική εικασία ομολογώ…