Έχω μια απίστευτη εμμονή με την αδικία, σε τέτοιο βαθμό που καταντάει βασανιστική. Χωρίς να το θέλω, βλέπω το άδικο παντού, σα να φοράω εκείνα τα γυαλιά που κάνουν τα ρούχα των ανθρώπων αόρατα και αποκαλύπτουν την ομορφιά ή την ασχήμια του γυμνού κορμιού. Και μιλάω για εμμονή (όπως και για ομορφιά και ασχήμια) γιατί είναι τόσο έντονη η απέχθειά μου προς την αδικία, που στην προσπάθειά μου να μην είμαι και ο ίδιος άδικος στην κρίση μου (αν και συνήθως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια), βλέπω και την πλευρά του δίκιου σε κάθε μορφή έκφρασης της αδικίας. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία (στα όρια του μαζοχισμού) του βασανιστηρίου. Γιατί πώς να κατηγορήσεις κάποιον απερίφραστα για άδικη συμπεριφορά, όταν του αναγνωρίζεις τους λόγους, αλλά και το δικαίωμα να αδικεί; Πολύ περισσότερο δε, όταν ταυτόχρονα δεν επιτρέπεις στον εαυτό σου να είναι άδικος, όσα μύρια δίκια κι αν έχει. Όμως δεν τον αδικείς έτσι;

Το δίκιο και το άδικο είναι σαφώς ανθρώπινα εγκεφαλικές κατασκευές. Είναι έννοιες που έχουν τόση σχέση με την πραγματικότητα, όση έχει και ο πόνος με τη φαντασία. Στη φύση δεν υπάρχει δικαιοσύνη, απλούστατα γιατί η δικαιοσύνη είναι προϊόν και άλλοθι της σκοπιμότητας και η σκοπιμότητα είναι ένα καθαρά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Εδώ βέβαια ίσως χωράει πολύ κουβέντα για το εάν και κατά πόσο ο άνθρωπος είναι αφύσικος, αλλά οι πρακτικές που υιοθετεί μετά τον αυτοπροσδιορισμό του σαν “φυσικός” κυρίαρχος της φύσης, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια στο δικό μου σκεπτικό, γιατί θα ήταν σα να δεχόταν κάποιος θρησκευόμενος ότι ο Θεός είναι μέρος του δημιουργήματός του. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα δηλαδή κι αν η δικαιοσύνη είναι εγγενής ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης (όσο ξεκομμένη κι αν είναι η τελευταία από το φυσικό της περιβάλλον), δεν παύει να είναι το μέτρο με το οποίο ο άνθρωπος υπολογίζει την “αγιοσύνη” των σκοπών του. Αυτό, αυτομάτως σημαίνει πως οι σκοποί είναι (σχεδόν) πάντα “ιεροί”, όχι όμως και τα μέσα. Να γιατί το δίκιο βαδίζει με το άδικο, χέρι-χέρι. Υπάρχει συνήθως, ένας δίκαιος στόχος που επιτυγχάνεται με συχνά άδικους τρόπους. Και τι πιό φυσικό από το να ακολουθεί την αδικία, η γκρίνια.

Η γκρίνια είναι η έκφραση του δίκιου του αδικημένου, όταν αυτός δεν το διεκδικεί. Είναι το “αγιασμένο” μέσο, ενός “αγιότερου” σκοπού. Προκειμένου να μην αδικήσει τους άλλους αναζητώντας το δίκιο του στο αβέβαιο μέλλον, επιλέγει να αδικεί τον εαυτό του (αλλά και τους άλλους, όπως υποστηρίζω παρακάτω) σε μόνιμη βάση, δικαιώνοντάς τον όμως άμεσα την κάθε στιγμή, αποκλειστικά και μόνο στο “Εγώ” του. Στην ουσία είναι η απόλυτα “αφύσικη” έκφραση μιάς εντελώς “φυσικής” κατάστασης. Σε ένα εντελώς αιτιοκρατικό σύμπαν, ένα χαστούκι είναι το αποτέλεσμα ενός ραπίσματος που προηγήθηκε και η αιτία ενός χτυπήματος που θα ακολουθήσει. Τα γεγονότα ακολουθούν τους νόμους ενός αεικίνητου ρολογιού με γρανάζια. Ακόμα κι αν εσύ, ένα απλό δόντι του όλου μηχανισμού δεν συμμετέχεις στο σπρώξιμο (και σκέψου ότι δεν είσαι ο μόνος), ο χρόνος δεν σταματά, ούτε αποφεύγεις την περιστροφή σου. Το μόνο που καταφέρνεις, είναι να δίνεις αναγκαστικά τη δύναμή σου στα υπόλοιπα δόντια να ασκούν (και σε σένα) μεγαλύτερη πίεση, αφού το γρανάζι είναι καταδικασμένο να γυρίζει. Επιπλέον, λουφάρεις, αφού δεν συμμετέχεις και νοιάζεσαι μονάχα για την ηθική σου ικανοποίηση του ότι εσύ τουλάχιστον δεν επιβαρύνεις τους άλλους. Αλήθεια;

Κάθε πρόβλημα στη ζωή, είναι πρόβλημα όταν λύνεται. Αν δεν υπάρχει λύση, είναι θέμα ζωής και θανάτου, δηλαδή μόνο θανάτου. Υπάρχει ένα παράγγελμα στο στρατό που λέει “τους ζυγούς λύσατε”. Όταν το σώμα λυθεί, δεν μπορεί να εκτελέσει καμία ενέργεια πριν ξανασυσταθεί σε σώμα. Και σαν σώμα, δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς ζυγούς, είναι η φύση του σώματος τέτοια. Τα προβλήματα δεν μπορούν να λυθούν χωρίς δρώντα υποκείμενα που τα βιώνουν και δεν μπορεί να υπάρχει δρων υποκείμενο που δεν βιώνει προβλήματα. Ζω (για τον “εφευρετικό” ανθρώπινο εγκέφαλο), σημαίνει λύνω προβλήματα που δημιουργώ για να λύνω μέχρι να πεθάνω. Γκρινιάζω (μόνο οι άνθρωποι γκρινιάζουν), σημαίνει λύνω λιγότερα προβλήματα απ’όσα δημιουργώ. Αλλά αυτό είναι απόλυτα φυσικό, αφού για να ζω και αύριο θα πρέπει να συνεχίσω να έχω προβλήματα. Όσα περισσότερα προβλήματα λύνουμε, τόσο περισσότερο θα γκρινιάζουμε για να δημιουργούμε καινούρια. Εντροπία το λένε μωρό μου.

Τα δελτία (παραγωγής) “ειδήσεων” πρέπει να συνεχίσουν, ή για να το πω λιγότερο γκρινιάρικα και στο πνεύμα των ημερών, η παραγωγή των δελτίων ειδήσεων σας εύχεται “χρόνια πολλά”.

“Λόχος… άκυρο”, “Λόχος… προσοχή”.

“Ελεύθεροι…”

Διάβασα σ’ένα σχόλιο σε κάποιο blog (δεν κράτησα το link γμτ), ότι ο κόσμος μας λέει, θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί (από κάποια δύναμη) πριν από μόλις 5 λεπτά, με ακριβώς τη μορφή που έχει τώρα, με όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα, με όλα τα βιβλία, με όλες μας τις αναμνήσεις ως έχουν και που τον ερμηνεύουν και του δίνουν τη χρονική συνέχεια που έχει και τώρα. Κανείς δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά. Καταπληκτικό!!!
Δηλαδή, για να το προεκτείνω λίγο, το bib bang που συνέβηκε στο πολύ μακρινό παρελθόν, η διαστολή του σύμπαντος, η πιθανή συστολή και συμπύκνωσή του και φτου κι απ’την αρχή, θα μπορούσαν να μην διαρκούν κάποια τρις τρις τρις χρόνια, αλλά να συμβαίνουν κάθε φορά που πέφτουμε για ύπνο και ξυπνάμε. Ο κόσμος σβήνει κάτω από τα βλέφαρά μας και ξανανάβει με το καλημέρα. Ακόμα θα μπορούσε να συμβαίνει ακόμα πιό γρήγορα, όπως το αδιόρατο κλείστρο σε μια κινηματογραφική μηχανή προβολής που κρύβει τις μαύρες γραμμές που παρεμβάλλονται ανάμεσα στα καρέ του φιλμ. Τρομερό!!! Η συνέχεια είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης σε μια πολύ συγκεκριμένη σειρά από σκόρπια σημεία, απομονώνοντάς τα από τα διπλανά τους. Κάποιοι βλέπουν περισσότερα, κάποιοι λιγότερα, αλλά κανένας όλα. Μ’αρέσει!!! Αν μπορούσα ν’ απαντήσω και το ποιός προβάλλει το φιλμ…;

Το θέμα είναι πως ό,τι πιθανότητα έχει ο κόσμος να είναι μια συλλογική υπόθεση σύνθεσης, έχει ακριβώς την ίδια να είναι και μια ατομική υπόθεση ανάλυσης. Δηλαδή, ακόμα κι αν υποθέσω ότι υπάρχω μόνο εγώ (και κανένας άλλος και τίποτα) και όλα όσα ζω είναι αποκύημα της φαντασίας μου (ένα όνειρο), αυτό δεν αλλάζει την εντύπωση που έχω για τον κόσμο και τον εαυτό μου ούτε πρακτικά, ούτε θεωρητικά. Αν κάποιος βρίσκεται σε κάποιου είδους κώμα και παλεύει γιατί ονειρεύεται ότι έχει μια κανονική ζωή και υποφέρει, σε τι διαφέρει από το να μην είναι σε κώμα, αν σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ξεφύγει από τις δυσκολίες; Άρα το πρόβλημα του “είναι ή δεν είναι”, είναι θέμα διαφυγής. Κι αν ακόμα μπορούσα να ταξιδεύω από το είναι στο δεν είναι, δεν θα ένιωθα και πάλι εγκλωβισμένος; Η διαφυγή δεν αφορά μόνο το “από που”, αφορά κυρίως το “προς τα που”. Υπάρχει τόπος χωρίς “στρίμωγμα”, ή το “στενάχωρο” είναι ιδιότητα του χώρου;

Έστω ότι όλος ο χώρος είναι ένα λεωφορείο. Μπαίνω και διαλέγω την πιό απόμακρη θέση από κάθε υπάρχοντα επιβάτη. Το λεωφορείο φτάνει στο τέρμα και κατεβαίνω. Τι έχω ζήσει; (Θυμίζω ότι δεν υπάρχει άλλος χώρος εκτός του λεωφορείου). Μ’αυτή τη σκέψη στα μισά της διαδρομής και έχοντας πάντα στο μυαλό μου τη διατήρηση της δυνατότητας διαφυγής από τα στριμώγματα, πάω και κάθομαι δίπλα σε κάποιον. Μπορεί και να “κάνει” λίγο πιό κει για να κάτσω πιό άνετα, ή και να απλωθεί για να φύγω. Εγώ (που αναζητώ πάντα τη διαφυγή από τα στριμώγματα, αλλά και το να ζήσω), μπορώ ή να μαζευτώ και να περάσω λίγη ευχάριστη ώρα μαζί του ευχαριστώντας τον, ή να απλωθώ κι εγώ και να πλακωθούμε. Στην δεύτερη περίπτωση είτε το λεωφορείο σταματάει και κατεβαίνουμε κι οι δυό μας, ή μόνος μου, είτε κατεβαίνει αυτός και συνεχίζω εγώ, πάλι μόνος μου. Αλλά τι θα ζήσω στη συνέχεια; Μ’αυτή τη σκέψη επιλέγω την πρώτη περίπτωση και κάθομαι μαζί του, μέχρι να βαρεθώ ή να με βαρεθεί. Μετά φεύγω ή φεύγει. Με όλα αυτά (υποθέσεις και πειραματισμούς) καταλαβαίνω ότι οι δυνατότητες διαφυγής μου από τα στριμώγματα, είναι ευθέως ανάλογες του μεγέθους του στριμώγματος, εφόσον η επιθυμία μου είναι να ζήσω. Περισσότερο στρίμωγμα, περισσότερος διαφορετικός κόσμος, περισσότερες συναναστροφές και επιλογές, περισσότεροι διέξοδοι, λιγότερο στρίμωγμα. Ζωή σημαίνει αλληλεπίδραση. Αν η ζωή είναι το ζητούμενο προσπαθούμε να ενισχύουμε την αλληλεπίδραση, αν δεν είναι αυτοκτονούμε μειώνοντάς τη (την αλληλεπίδραση και πάλι). Σε ένα πολύχρωμο σύμπαν, δεν αρκεί να βρίσκεις τα χρώματα που ταιριάζεις; Το να θέλεις να σβήσεις τα παράταιρα, μέχρι να μείνουν μόνο τα ταιριαστά, δεν είναι ξόδεμα απ’το υστέρημα;

Οιλέξειςείναιλέξεις γιατί υπάρχουν τα κενά τους. Το χαρτί είναι χαρτί γιατί το γύρω του δεν είναι χαρτί. Ο πυρήνας ενός ατόμου είναι πυρήνας γιατί γύρω του γυρνάνε ηλεκτρόνια. Η γη είναι γη γιατί το γύρω της είναι το διάστημα. Το σύμπαν είναι σύμπαν γιατί το γύρω του δεν είναι. Εσείς είστε εσείς γιατί γύρω σας είναι οι άλλοι. Όμως οι λέξεις έχουν νόημα, όταν τα γράμματα που τις σχηματίζουν έχουν μόνο μία συγκεκριμένη σειρά. Αλλάζει η σειρά και αλλάζει και το νόημα, ή εξαφανίζεται εντελώς.
Το κενό όμως δεν είναι εντελώς κενό. Δεν μπορείτε να διαβάσετε λευκά γράμματα σε λευκό φόντο, όπως και δεν θα μπορούσατε να διαβάσετε μαύρα γράμματα σε μαύρο φόντο. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν, απλά δεν έχετε τη δυνατότητα να τα δείτε, όμως μπορείτε να υποθέσετε τι θα μπορούσαν να γράφουν. Θα μπορούσαν να μην γράφουν αυτό που θα περιμένατε και σ’αυτή την περίπτωση οι δυνατότητες του τι θα μπορούσαν να γράφουν περιορίζονται μόνο από το πλήθος όλων των δυνατών αναγραμματισμών, αλλά η πιθανότητα να μαντέψατε λάθος είναι όση και η πιθανότητα να μην έχετε αυτό που λέμε “κοινή λογική”. Θα μπορούσε βέβαια το κενό να ήταν και όντως κενό, αλλά εσείς σαν αναγνώστες θέλετε τόσο πολύ να διαβάσετε κάτι τόσο συγκεκριμένο, που ακόμα κι αν δεν είναι γραμμένο το “φτιάχνετε” μόνοι σας. Η πρόταση πρέπει οπωσδήποτε να έχει νόημα και το νόημα αυτό είναι δεδομένο, αλλά από ποιόν; Αν τα γράμματα είναι δική μας επινόηση, γιατί και η νοηματοδότηση η ίδια δεν είναι δική μας επινόηση; Κι αν διαλέξαμε (έστω τυχαία) από ένα πλήθος δυνατών γραφημάτων τα συγκεκριμένα, γιατί να μη διαλέξαμε κι από ένα πλήθος δυνατών “λογικών” (που δίνει στη ζωή μας το νόημά της), τη συγκεκριμένη; Η οποία είναι τόσο “κοινή” όσο και τα γραφήματα που την απεικονίζουν. Τα γράμματα είναι διαφορετικές εκδοχές του τρόπου που κουκκίδες μελανιού μπαίνουν σε μια σειρά. Γιατί και το νόημα που αποδίδουμε στα πράγματα να μην είναι διαφορετικές εκδοχές του τρόπου που φευγαλέες σκέψεις αποκτούν συνοχή; Ποιός χρειάζεται τη συνοχή; Οι σκέψεις; Τα γράμματα; Οι λέξεις; Τα κενά τους; Το χαρτί; Η ίδια η συνοχή; Ποιός χρειάζεται αυτό το κείμενο; Το OpenOffice; Ποιός χρειάζεται το εισιτήριο; Πάντως όχι το τρένο. Ποιός χρειάζεται το σύμπαν; Ποιός χρειάζεται τη χρήση; Ποιός τη μονιμότητα; Ποιός την αλλαγή; Και ποιός χρειάζεται μια αλλαγή σε μια “ιδανική” κατάσταση που θα’ναι μόνιμη;

Η τρέλα είναι το αντίθετο της λογικής ή μιά άλλη μορφή της; Η αντιύλη είναι το αντίθετο της ύλης ή μια άλλη μορφή της; Η αντιβαρύτητα; Η αντίθεση δεν είναι μια άλλη θέση; Το έξω είναι το αντίθετο του μέσα ή μια άλλη εκδοχή του; Πόσες μορφές μπορεί να έχει η πραγματικότητα; Και γιατί διαλέγουμε “αυτή” τη μία; Μήπως εμείς επιλέγουμε απ’όλες τις δυνατές ερωτήσεις μόνο εκείνες που μπορούν να δικαιολογήσουν την υπόστασή τους, μέσω προκαθορισμένων απαντήσεων; Μήπως το άγνωστο είναι μια επινόηση της γνώσης που της εξασφαλίζει το μέλλον της, σαν αέναο ζητούμενο; Το άγνωστο υπάρχει μόνο για όσους “γνωρίζουν”, για όσους έχουν “σταθερά δεδομένα”. Το ανάποδο δεν ισχύει.
Αν ο καθένας μπορεί να διαλέξει μόνο την ερώτηση που ταιριάζει με τις απαντήσεις του ε, τότε κι εγώ μόνο μπορώ να διαλέξω το που θα πάει η ζωή μου, τίποτ’άλλο. Και θα πάει εκεί απ’ όπου ήρθε.

Το δεύτερο πράγμα για το οποίο ο άνθρωπος μοιάζει με τα άλλα ζώα είναι ότι δεν έχει συνείδηση της θνητότητάς του. Κι έτσι επινοεί τη ζωή του… με πρότυπο μια ζωή αλλού… ή άλλου… Κι αυτή είναι η πρώτη του ομοιότητα με τα ζώα, ότι δηλαδή δεν έχει συναίσθηση της ομοιότητάς του, ότι όλοι (και όλα) κάνουν ακριβώς το ίδιο – διαφέρουν. Η οποιαδήποτε αναγνώριση της ομοιότητάς του με το Θεό δεν είναι καθόλου συμπτωματική